στασιοποιός

From LSJ
Revision as of 18:11, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰσιοποιός Medium diacritics: στασιοποιός Low diacritics: στασιοποιός Capitals: ΣΤΑΣΙΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: stasiopoiós Transliteration B: stasiopoios Transliteration C: stasiopoios Beta Code: stasiopoio/s

English (LSJ)

όν, causing sedition, J.Vit.27.

German (Pape)

[Seite 929] ὁ, Aufwiegler, neben νεωτεριστής Ios. de vit. 27.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰσιοποιός: -όν, ὁ διενεργῶν στάσιν, στασιαστικός, ἀνταρτικός, Ἰωσήπ. Βίος 27· -στασιοποιέω, ὁ αὐτ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 17. 5, 5 καὶ στασιοποιία, ἡ, Ὀλυμπιόδ. ἐν τοῖς Α. Β. 1419.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
αυτός που προκαλεί στάση, αναταραχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάσις + -ποιός].