Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμπαρεδρεύω

From LSJ
Revision as of 12:00, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρεδρεύω Medium diacritics: συμπαρεδρεύω Low diacritics: συμπαρεδρεύω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΕΔΡΕΥΩ
Transliteration A: symparedreúō Transliteration B: symparedreuō Transliteration C: symparedreyo Beta Code: sumparedreu/w

English (LSJ)

A sit beside, τοῖς ἀθανάτοις Sch.Luc.DMort.1.1. 2 of planets, to be situated together, τῷ δεσπόζοντι τῶν Χρόνων Nech. ap. Vett.Val.291.20.

German (Pape)

[Seite 985] mit od. zugleich Beisitzer sein, dabei sitzen, Luc. Navig. 31, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρεδρεύω: παρακάθημαι ὁμοῦ, τοῖς ἀθανάτοις Σχόλ. εἰς Λουκ. Θεῶν Διαλ. 1, 1, Πλανούδ. Ὀβιδ. Μετάφρ. 2, 485, κλπ.

Greek Monolingual

Α συμπάρεδρος
1. κάθομαι δίπλα σε κάποιον
2. (για πλανήτη) βρίσκομαι στην ίδια θέση με άλλον
3. σχετίζομαι με κάτι, ανήκω ή αφορώ σε κάτι.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρεδρεύω: сидеть вместе или рядом (Luc. - v.l. συμπάρειμι I).