Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
Full diacritics: συντονάριος | Medium diacritics: συντονάριος | Low diacritics: συντονάριος | Capitals: ΣΥΝΤΟΝΑΡΙΟΣ |
Transliteration A: syntonários | Transliteration B: syntonarios | Transliteration C: syntonarios | Beta Code: suntona/rios |
pedicularius, Gloss.
ὁ, ΜΑ
1. φθειρικός
2. πιθ. αυτός που έδινε ρυθμό στους μουσικούς χτυπώντας το πόδι του στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύντονος «έντονος, σύμφωνος» + κατάλ. -άριος (< λατ. -arius), πρβλ. νομικ-άριος].