συστροφία

From LSJ
Revision as of 12:39, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστροφία Medium diacritics: συστροφία Low diacritics: συστροφία Capitals: ΣΥΣΤΡΟΦΙΑ
Transliteration A: systrophía Transliteration B: systrophia Transliteration C: systrofia Beta Code: sustrofi/a

English (LSJ)

ἡ, A versatility, Plb.23.2.2 codd. (εὐστροφίας Reiske, συστροφῆς B.-W.). II familiarity with an author, f.l. for συντρ-, D.H.Din. 7; also f.l. for συντρ- in D.S.30.17, LXX 3 Ma.5.32.

German (Pape)

[Seite 1045] ἡ, 1) eigtl. das Vermögen, sich hin u. her zu wenden, Gewandtheit, List, Pol. 24, 2, 2. – 2) Umgang u. Unterricht, D. Hal. iud. de Din. 7.

Greek (Liddell-Scott)

συστροφία: ἡ εὐστροφία, πολὺ τῆς τοιαύτης συστροφίας... ἀπολειπόμενον Πολύβ. 24. 2, 2· ὁ Reisk προτείνει εὐστροφίας. ΙΙ. οἰκειότης, γνωριμία, μετὰ συγγραφέων ἢ διδασκαλία, Διον. Ἁλ. εἰς Δείναρχον 7· ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 780. 46, ὁ Wess. συντροφίαν.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. ευστροφία, πανουργία
2. πιθ. (σχετικά με συγγραφείς) οικειότητα, γνωριμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συστροφή + κατάλ. -ία. Ο τ. με σημ. «πανουργία, επιτηδειότητα» πρέπει ίσως να διορθωθεί σε ευστροφία, ενώ με τη σημ. «οικειότητα» θα μπορούσε να θεωρηθεί εσφ. γρφ. του συντροφιά].

Russian (Dvoretsky)

συστροφία: ἡ изворотливость, хитрость Polyb.