συστροφία
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
English (LSJ)
ἡ, A versatility, Plb.23.2.2 codd. (εὐστροφίας Reiske, συστροφῆς B.-W.). II familiarity with an author, f.l. for συντρ-, D.H.Din. 7; also f.l. for συντρ- in D.S.30.17, LXX 3 Ma.5.32.
German (Pape)
[Seite 1045] ἡ, 1) eigtl. das Vermögen, sich hin u. her zu wenden, Gewandtheit, List, Pol. 24, 2, 2. – 2) Umgang u. Unterricht, D. Hal. iud. de Din. 7.
Greek (Liddell-Scott)
συστροφία: ἡ εὐστροφία, πολὺ τῆς τοιαύτης συστροφίας... ἀπολειπόμενον Πολύβ. 24. 2, 2· ὁ Reisk προτείνει εὐστροφίας. ΙΙ. οἰκειότης, γνωριμία, μετὰ συγγραφέων ἢ διδασκαλία, Διον. Ἁλ. εἰς Δείναρχον 7· ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 780. 46, ὁ Wess. συντροφίαν.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. ευστροφία, πανουργία
2. πιθ. (σχετικά με συγγραφείς) οικειότητα, γνωριμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συστροφή + κατάλ. -ία. Ο τ. με σημ. «πανουργία, επιτηδειότητα» πρέπει ίσως να διορθωθεί σε ευστροφία, ενώ με τη σημ. «οικειότητα» θα μπορούσε να θεωρηθεί εσφ. γρφ. του συντροφιά].
Russian (Dvoretsky)
συστροφία: ἡ изворотливость, хитрость Polyb.