σύμμηρος
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
English (LSJ)
ον, with the thighs closed, μηροὶ σ. Hp.Art.77, Hippiatr. 14; = compernis, Gloss.
German (Pape)
[Seite 982] mit zusammen od. nahe an einander stoßenden Schenkeln, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
σύμμηρος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς μηροὺς κεκλεισμένους, μηροὶ σ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 837.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός του οποίου οι μηροί παρουσιάζουν κλίση προς τα μέσα, ραιβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μηρος (< μηρός), πρβλ. ἔμ-μηρος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμ-μηρος -ον met de dijbenen tegen elkaar: gezegd van dijbenen zelf. μηροὶ... ἄνωθεν σαρκώδεές τε καὶ ξύμμηροι bovenaan (bij het bekken) zijn dijbenen vlezig en raken ze elkaar Hp. Art. 77.