φαλαγγιόπληκτος
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ον, stung by a venomous spider, Gal.13.66.
German (Pape)
[Seite 1252] von einer giftigen Spinne gestochen, gebissen, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰλαγγιόπληκτος: -ον, πληχθείς, κεντηθείς, δηχθεὶς ὑπὸ φαλαγγίων, δηλ. ἰοβόλου ἀράχνης, Γαλην.
Greek Monolingual
-ον, Α
φαλαγγιόδηκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλάγγιον «είδος αράχνης» + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό-πληκτος].