χιονοθρέμμων

From LSJ
Revision as of 19:08, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐονοθρέμμων Medium diacritics: χιονοθρέμμων Low diacritics: χιονοθρέμμων Capitals: ΧΙΟΝΟΘΡΕΜΜΩΝ
Transliteration A: chionothrémmōn Transliteration B: chionothremmōn Transliteration C: chionothremmon Beta Code: xionoqre/mmwn

English (LSJ)

ον, gen. -ονος, A fostering snow, snow-clad, σκοπιαί E.Hel.1323 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1356] ονος, Schnee nährend, hegend (mit Schnee bedeckt), σκοπιαί Eur. Hel. 1339.

Greek (Liddell-Scott)

χιονοθρέμμων: -ον, γεν. ονος, ὁ τρέφων χιόνα, περιβεβλημένος χιόνα, Ἴδη Εὐρ. Ἑλ. 1323· ὡς τὸ χιονοβοσκός, χιονοτρόφος.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui nourrit ou entretient la neige.
Étymologie: χιών, θρέμμα.

Greek Monolingual

-ον, Α
χιονοβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -θρέμμων (< θ. θρεπ- του τρέφω [πρβλ. θρεπ-τός] + κατάλ. -μων), πρβλ. ὑδατο-θρέμμων].

Greek Monotonic

χῐονοθρέμμων: -ον, γεν. -ονος (τρέφω), αυτός που τρέφει χιόνι, καλυμένος με χιόνι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χιονοθρέμμων: 2, gen. ονος питающий снега, т. е. покрытый снегами (σκοπιαί Eur.).

Middle Liddell

χιονο-θρέμμων, ονος, τρέφω
fostering snow, snow-clad, Eur.