ἀνθυπάγω
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
[ᾰγ], A bring to trial or indict in turn, Th.3.70. 2 rejoin, reply, A.D.Pron.53.21, al.:—Pass., τὸ-αγόμενον, -αχθησόμενον, Id.Synt.118.1, 121.22. b substitute, ib.12.9, etc. 3 lead under in turn, αἰχμαλώτους ὑπὸ τὸ ζυγόν D.C.Fr.36.22; but in Med., bring over, τινὰς ἐς εὔνοιαν ib.35.10. 4 withdraw in turn, ἀνθυπῆγε Μαρδόνιος Aristid.1.146J.
Spanish (DGE)
I tr.
1 llevar a su vez ὑπάγουσιν αὐτὸν οὗτοι ... ἐς δίκην ... ὁ δὲ ἀποφυγὼν ἀνθυπάγει αὐτῶν τοὺς πλουσιωτάτους le llevan ésos ... a juicio ... pero él, una vez absuelto, lleva a su vez a los más ricos de ellos Th.3.70, τοὺς αἰχμαλώτους ὑπὸ τὸν ζυγὸν ἀνθυπήγαγον los romanos a los samnitas, D.C.36.22, en v. med. ἀνθυπαγόμενοι τοὺς Λατίνους ἐς εὔνοιαν D.C.35.10, en v. pas. οἱ δὲ φιλανθρώπως ἀνθυπάγονται τῇ αἰχμαλωσίᾳ pero estos a su vez son conducidos humanamente al cautiverio Basil.M.30.608B.
2 gram. responder, contestar ὅπου ... πρὸς τὰς ἐρωτήσεις ἀνθυπάγομεν τὸ ναί ἢ οὔ A.D.Synt.117.26, cf. 118.1, tb. en v. med. πρὸς τὰ πύσματα αἱ εὐθεῖαι ἀνθυπάγονται A.D.Pron.53.21, en v. pas. τὸ ἀνθυπαχθησόμενον πρόσωπον la persona que va a ser contrapuesta A.D.Synt.121.21
•del pron. sustituir, introducir a cambio en v. pas. ὁπότε ... ἀνθυπάγεται ἀντωνυμία A.D.Synt.12.9.
II intr. retirarse a su vez ἀνθυπῆγε Μαρδόνιος Aristid.1.146.
German (Pape)
[Seite 235] sc. ἐς δίκην, dagegen anklagen, Thuc. 3, 70. Bei Apoll. pron. 276 b = ein Wort dem andern entgegenstellen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυπάγω: [ᾰ], καταγγέλλω καὶ ἐγὼ τὸ δικαστήριον τὸν ὑπαγαγόντα με εἰς δίκην καὶ ἀποτυχόντα, Θουκ. 3. 70. 2) ἀναφέρω, ὑπάγω, τὰ ἄρθρα ἀνθυπάγεται ταῖς ἀντωνυμίαις Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 264C. - ἐπὶ στρατοῦ, ἀνθυποχωρῶ, αὖθις δὲ ἀνθυπῆγε Μαρδόνιος τοὺς Λακεδαιμονίους ἀνθαιρούμενος Ἀριστείδ. τόμ. 1, σ. 237, ἔκδ. Γ. Δινδορφ. (1829).
French (Bailly abrégé)
impf. ἠνθυπῆγον;
accuser à son tour.
Étymologie: ἀντί, ὑπάγω.
Greek Monolingual
ἀνθυπάγω (Α)
1. καταγγέλλω στο δικαστήριο αυτόν που μου έκανε αγωγή και την έχασε
2. (για στρατεύματα) αποσύρω αμοιβαία
3. υποκαθιστώ, αντικαθιστώ.
Greek Monotonic
ἀνθυπάγω: [ᾰ], μέλ. -ξω, προσάγω σε δίκη με τη σειρά μου, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθυπάγω: (sc. ἐς δίκην) предъявлять встречное обвинение, вызывать в свою очередь на суд (ὑπάγουσιν αὐτόν, ὁ δὲ ἀνθυπάγει τοὺς ἄνδρας Thuc.).