ἀντιστοιχία

From LSJ
Revision as of 10:27, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιστοιχία Medium diacritics: ἀντιστοιχία Low diacritics: αντιστοιχία Capitals: ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑ
Transliteration A: antistoichía Transliteration B: antistoichia Transliteration C: antistoichia Beta Code: a)ntistoixi/a

English (LSJ)

ἡ, A standing opposite in pairs, τῶν ποδῶν Arist.Pr.894a19; πραγμάτων Plu.2.474a. II of letters, correspondence, of the relation of tenuis, media, and aspirate to each other, Ascl.Myrl. ap. Ath.11.501b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιστοιχία: ἡ, τὸ ἀντιστοιχεῖν, τὸ ἵστασθαι ἀπέναντι ἄλλου, κατ’ ἀντιστοιχίαν τῶν ποδῶν ἦν ἡ κίνησις Ἀριστ. Προβλ. 10. 30· πραγμάτων ἀντιστοιχίας Πλούτ. 2. 474Β. ΙΙ. ἐπὶ γραμμάτων, ἴδε σύστοιχος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): lat. antistoechia Mar.Vict.p.29
1 disposición simétrica τῶν ποδῶν Arist.Pr.894a19, πραγμάτων Plu.2.474a.
2 de fonemas oposición o correlación seguida en teorías etimológicas ἡ μὲν φιάλη ... κατ' ἀντιστοιχίαν ἐστὶ πιάλη Asclep.Myrl. en Ath.501b, cf. Mar.Vict.l.c.

Greek Monolingual

η (Α ἀντιστοιχία)
η συμμετρική τοποθέτηση, το να βρίσκεται κάτι απέναντι σε κάτι άλλο
νεοελλ.
η αναλογία, η σχέση ομοιότητας ή συμφωνίας.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιστοιχία: ἡ попеременность, чередование (τῶν ποδῶν Arst.; τῶν πραγμάτων Plut.).