ἀπελέκητος

From LSJ
Revision as of 15:50, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπελέκητος Medium diacritics: ἀπελέκητος Low diacritics: απελέκητος Capitals: ΑΠΕΛΕΚΗΤΟΣ
Transliteration A: apelékētos Transliteration B: apelekētos Transliteration C: apelekitos Beta Code: a)pele/khtos

English (LSJ)

ον, A unhewn, unwrought, LXX 3 Ki.6.1, al.: metaph., φωνή Crantorap.D.L.4.27.

German (Pape)

[Seite 286] unbehauen, roh, φωνή D. L. 4, 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπελέκητος: -ον, ὁ μὴ πελεκηθείς, μεταφ. τραχὺς ὡς καὶ νῦν· ἦν δὲ καὶ δεινὸς ὀνοματοποιῆσαι (ὁ Κράντωρ)· τραγῳδὸν γοῦν ἀπελέκητον εἶπεν ἔχειν φωνὴν καὶ φλοιοῦ μεστὴν Διογ. Λ. 4. 27.

Spanish (DGE)

-ον
1 no labrado, no trabajado λίθος LXX 3Re.6.1a, ξύλα LXX 3Re.10.11, 12
fig. φωνή Crantor en D.L.4.27.
2 subst. τὸ ἀ. sillar τρεῖς στίχους ἀπελεκήτων LXX 3Re.6.36.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπελέκητος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει πελεκηθεί
2. (για ανθρώπους) άξεστος, αμόρφωτος, τραχύς
3. παροιμ. «άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο».

Russian (Dvoretsky)

ἀπελέκητος: досл. не обтесанный топором, перен. необработанный, грубый (φωνή Diog. L.).