ἀπόρροια
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
ἡ, = ἀπορροή (flowing off, stream) 1.1, X.HG 5.2.5. 2 = ἀπορροή (effluence, emanation). 1.4, Arist.Sens.438a4, al., Epicur.Ep.1p.9U., Porph.Abst.2.46, etc.; αἴγλης Orph.L.173; Medic., effluvia, Gal.15.625(pl.), etc. 3 Astrol., separation, opp. συναφή, Serapioin Cat. Cod.Astr.1.100: but, influence of planets, Gem.2.14. II = ἀπορροή (failing. ΙΙ, Plot.2.3.11. (Less correct than ἀπορροή, Phryn.PSp.50 B.)
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I 1corriente de un río ἐμφραχθείσης δὲ τῆς ἀπορροίας ᾔρετο τὸ ὕδωρ X.HG 5.2.5.
•brazo, ramal de un río o corriente ἀπόρροια καὶ ἀπόσπασμα de la Estigia, Sch.Arat.45, cf. ἀπόρροια· σταλαγμός Hsch.
2 fig. corriente, flujo τελειότητος ἀναγκαστικὴ ἀπόρροια PMag.7.779
•efluvio μὴ ... τὰς ἀπορροίας κατέχειν τοῦ ὕπνου Gal.15.625
•exhalación de vapores, Sabin. en Orib.9.15.6
•influjo, influencia de los planetas, Gem.2.14, cf. Gr.Nyss.Fat.p.39.9.
3 fil. emanación que posibilita la percepción, Arist.Sens.438a4, ἔτι δὲ τὰς ἀπορροίας νωθεῖς καὶ ταραχώδεις Thphr.Sens.74 (= Democr.A 135), que los cuerpos desprenden οὔτε ἀπόρροιαι τὴν ἑξῆς θέσιν καὶ βάσιν διατηροῦσαι Epicur.Ep.[2] 46, φρονήσεως Plu.2.99c, cf. 96f, νοῦ ἀ. (εἰργάσατο) πανουργίαν Plot.2.3.11, cf. Porph.Abst.2.46, Aristid.Quint.104.25, Orph.L.173
•en lit. judeo-crist. emanación divina ἀ. τῆς τοῦ παντοκράτορος δόξης εἰλικρινής LXX Sap.7.25, en el hombre, Clem.Al.Prot.6.68.2, en la Creación, Gr.Nyss.Hom.in Cant.386.4, αἰσθέσθαι ... τίνος διοικοῦντος τὸν κόσμον ἀ. ὑπέστης M.Ant.2.4.
II astrol. separación op. συναφή de la luna, Serapio en Cat.Cod.Astr.1.100.11, cf. Ptol.Tetr.1.2.3, 24.2.
Greek Monolingual
η (AM ἀπόρροια) απορρέω
νεοελλ.
επακολούθημα, συνέπεια
αρχ.-μσν.
(για φύλλα ή φτερά) απώλεια, πτώση.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόρροια: ἡ Emped., Xen., Arst. etc. = ἀπορροή.