ἀρκτικός

From LSJ
Revision as of 12:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρκτικός Medium diacritics: ἀρκτικός Low diacritics: αρκτικός Capitals: ΑΡΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: arktikós Transliteration B: arktikos Transliteration C: arktikos Beta Code: a)rktiko/s

English (LSJ)

(A), ή, όν, (A ἄρκτος 1.2) near the Bear, arctic, northern, πόλος Arist.Mu.392a3; κύκλος Hipparch.1.7.6, etc.: pl., Gem.5.10; -κά, τά, the northern constellations, Str.1.1.21: Comp. -ώτερος ib. 12, Gem.14.10: Sup., Str.1.1.6. II connected with the Great Bear, δύναμις PMag.Par.1.1275.
ἀρκτικός (B), ή, όν, (ἄρχομαι) A initial, placed at the beginning, of a sentence, A.D.Synt.28.19; ἀ. τεθεὶς σύνδεσμος Demetr.Eloc.56; of a word, συλλαβή Heph.1. 2 originative, c. gen., πυρετοῦ Gal. 17(2).299.
ἀρκτικός (C), ή, όν, (ἄρχω) A imperious, Vett.Val.9.16.

German (Pape)

[Seite 354] anfangend, Apoll. pron. 309, 6. nördlich, Pol. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρκτικός: -ή, -όν, παρὰ τὴν ἄρκτον, ἀρκτικός, βόρειος, πόλος ἀρκτικὸς Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 5, Πολύβ. παρὰ Στράβ. 96· ἐν τῷ ἀρκτικῷ μέρει Συλλ. Ἐπιγρ. 4449.

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
arctique, septentrional.
Étymologie: ἄρκτος.
2ή, όν :
t. de gramm. initial.
Étymologie: ἄρχω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 ártico, septentrional πόλος Arist.Mu.392a3, Hippol.Haer.4.47.2, κύκλος Hipparch.1.7.6, Eudox.Fr.64a, plu., Gem.5.10, ὠκεανός D.C.44.43.1, μέρος IGLS 465.6 (Antioquena I d.C.), ἀρκτικωτέρα ... ἡ Κύζικος τῆς Κολοφῶνος Sch.Nic.Al.7a, τὰ ... ἀρκτικώτερα (ἄστρα) Gem.14.10, ἀπὸ τοῦ ἀρκτικωτάτου στόματος Ptol.Geog.3.10.17
subst. ὁ ἀ. el circulo ártico ὁ ... ἀ. ἐστι δύσεως καὶ ἀνατολῆς ὅρος el círculo ártico es el límite del levante y el poniente Str.1.1.6, cf. Plu.2.429f, 888c, plu., Str.1.1.21.
2 de la Osa Mayor ἀρκτικὴ δύναμις o simpl. ἀρκτική en los papiros mágicos invocando la constelación ἀ. δύναμις πάντα ποιοῦσα PMag.4.1275, 1331, cf. 7.686.
-ή, -όν
I 1inicial, colocado al principio σύμφωνα Heracl.Mil.Gramm.Pap.21.25, σύνταξις τῶν ἄρθρων A.D.Synt.137.1, σύνθεσις A.D.Synt.180.6, τόνος A.D.Synt.308.14, ἀ. ... τεθεὶς ὁ σύνδεσμος Demetr.Eloc.56, cf. Heph.1, EM 489.26G., lat. inchoatiuus Charis.252
subst. τὸ ἀρκτικὸν τῆς ... συλλαβῆς Aristid.Quint.43.17.
2 que da origen a c. gen. πυρετοῦ Gal.17(2).299.
II astrol. dominante λέων Vett.Val.9.9.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό (AM ἀρκτικός, -ή, -όν) άρκτος
ο βόρειος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀρκτικά
οι βόρειοι αστερισμοί.
(II)
-ή, -ό (Α ἀρκτικός, -ή, -όν) άρχομαι
νεοελλ.
γραμμ. συνήθ. στον πληθ. οι χρόνοι του ρήματος από τους οποίους σχηματίζονται οι υπόλοιποι
αρχ.
ο αρχικός.

Russian (Dvoretsky)

ἀρκτικός: арктический, северный (πόλος Arst.; ζώνη Plut.).