ἀσπιδηφόρος

Revision as of 10:50, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, shield-bearing, of warriors, Id.Th.19; κῶμος ἀ. E.Supp.390: Subst., Id.Ba.781.

German (Pape)

[Seite 373] schildtragend, οἰκιστήρ Aesch. Spt. 19. – Subst., Eur. Bacch. 780 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπῐδηφόρος: -ον, ὁ φέρων ἀσπίδα, ἐπὶ πολεμιστῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 19, Ἀγ. 825, ἔνθα ἐτέθη ἀντὶ τοῦ ἡμαρτημένου ἀσπιδηστρόφος· κῶμος ἀσπ. Εὐρ. Ἱκ. 390· πρβλ. τὸ προηγ.

Spanish (DGE)

-ον
portador de escudo λεώς A.A.825, cf. Th.19, κῶμος E.Supp.390
subst. como cuerpo de soldados en el ejército portador del escudo pesado E.Ba.781.

Greek Monolingual

ἀσπιδηφόρος, -ον (Α)
1. (για πολεμιστές) αυτός που φέρει ασπίδα
2. εκείνος που τελείται από ασπιδοφόρους («κῶμον ἀσπιδηφόρον», Ευρ.)
3. ως ουσ. ο στρατιώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + -φορος < φέρω. Το συνδετικό φωνήεν -η-οφείλεται σε λόγους μετρικούς (αποφυγή αλλεπάλληλων βραχέων)].

Greek Monotonic

ἀσπῐδηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει ασπίδα, φέρασπις, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπῐδηφόρος: щитоносный, т. е. вооруженный (οἰκητῆρες Aesch.; κῶμος Eur.).

Middle Liddell

φέρω
shield-bearing, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

soldier