ἁρπάγδην
From LSJ
English (LSJ)
Adv. A hurriedly, violently, A.R.1.1017; greedily, Opp. H.3.219, Aret.SA2.12.
German (Pape)
[Seite 358] fortreißend, entraffend, Ap. Rh. 1, 1017; Opp. Hal. 2, 567; Bian. 2 (IX, 227).
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπάγδην: ἐπίρ. βιαίως, ἐσπευσμένως, «ἁρπαχτά», Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1017: ἀπλήστως, λαιμάργως, Ὀππ. Ἁλ. 3. 219, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 12.
Greek Monolingual
ἁρπάγδην επίρρ. (Α)
αρπαχτά, βίαια, εσπευσμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αρπάγ-του ρ. αρπάζω + (επίρρ. κατάλ.) -δην πρβλ. άρδην, μίγδην, συλλήβδην, φύρδην κ.ά.].