ἐγκουράς
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
άδος, ἡ, painting on the ceiling, A.Fr.142; also pl., = τὰ ἐν τῷ προσώπῳ στίγματα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 709] άδος, ἡ, Deckengemälde, Aesch. fr. 126.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκουράς: -άδος, ἡ, «ἐγκουράδες· τὰ ἐν τῷ προσώπῳ στίγματα, καὶ οἱ ἐν ταῖς ὀροφαῖς γραφικοὶ προσώπων πίνακες. ἔστι γὰρ κουρὰς ἡ ὀροφὴ καὶ ὁ γραπτὸς πίναξ, ἐγκουρὰς δὲ καὶ ὁ κεκαρμένος, Αἰσχύλος Μυρμιδόσιν» Ἡσύχ. (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 139), πρβλ. Μυλέρου Ἀρχαιολ. § 320. 4.
Spanish (DGE)
-άδος, ἡ
dibujo prob. inciso, en el techo A.Fr.142 (pero tal vez ἐν κουράδι), Hsch.s.uu. κουράς, ἐγκουράδες, ἐγκουράδες· τὰ ἐν προσώπῳ στίγματα Hsch.
Greek Monolingual
ἐγκουράς (-άδος), η (Α)
1. ζωγραφιά στην οροφή, τοιχογραφία
2. στίγματα στο πρόσωπο
3. κουρεμένος.