ἐνδομέω
From LSJ
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
English (LSJ)
build in, ἐνδεδόμηται Hp.Cord.6; κίονες ἐνδεδομημένοι J. AJ15.11.5.
German (Pape)
[Seite 835] darin bauen, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδομέω: ἐνοικοδομῶ, κτίζω ἐντός, ἐνδεδόμηται Ἱππ. 269. 17· κίονες ἐνδεδομημένοι Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 11, 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
bâtir dans.
Étymologie: ἐν, δόμος.
Spanish (DGE)
construir dentro en v. pas. (ἡ λαιὴ γαστήρ) πάχετον ἐνδεδόμηται el ventrículo izquierdo está formado internamente con espesor Hp.Cord.6, τοίχου κίονας ἔχοντος ἐνδεδομημένους el muro con columnas embutidas dentro de él I.AI 15.416.