ἐπιθρύπτω
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
A enfeeble, enervate, Philostr.V A1.37:—Pass., practise affectations, Aristaenet.1.28; ἐπιτεθρυμμένος effeminate, Plu.Dio 17.
German (Pape)
[Seite 943] verweichlichen, Plut. Dio 17 im pass., wie Aristaen. 1, 28.
French (Bailly abrégé)
amollir, efféminer.
Étymologie: ἐπί, θρύπτω.
Greek Monolingual
ἐπιθρύπτω (Α)
1. (μτβτ.) παραλύω, αμβλύνω, εξασθενίζω κάτι
2. μέσ. ἐκθρύπτομαι
εκθηλύνομαι
3. παθ. κάνω νάζια, τσακίσματα
3. σπάζω, συντρίβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θρύπτω «θραύω, συντρίβω»].
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθρύπτω: изнеживать, ослаблять (ἐν τῇ διαίτῃ ἐπιτεθρυμμένος Plut.).