ἐπιπαρασκευάζομαι

From LSJ
Revision as of 11:01, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπαρασκευάζομαι Medium diacritics: ἐπιπαρασκευάζομαι Low diacritics: επιπαρασκευάζομαι Capitals: ΕΠΙΠΑΡΑΣΚΕΥΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: epiparaskeuázomai Transliteration B: epiparaskeuazomai Transliteration C: epiparaskevazomai Beta Code: e)piparaskeua/zomai

English (LSJ)

A provide oneself with besides, X.Cyr.6.3.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπαρασκευάζομαι: παρασκευάζω, προμηθεύω προσέτι δι᾿ ἐμαυτόν, καὶ εἴ τίς τι ἐνδεόμενος γνοίη τοῦτο ἐπιπαρασκευάσαιτο Ξεν. Κύρ. 6. 3, 1.

French (Bailly abrégé)

se procurer en outre.
Étymologie: ἐπί, παρασκευάζομαι.

Greek Monolingual

ἐπιπαρασκευάζομαι (Α)
παρασκευάζω, προμηθεύω κάτι επιπρόσθετα για τον εαυτό μου.

Greek Monotonic

ἐπιπαρασκευάζομαι: Μέσ., παρασκευάζω, προμηθεύω για τον εαυτό μου, προετοιμάζομαι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπαρασκευάζομαι: добывать себе, заготовлять для себя, запасаться (τι Xen.).

Middle Liddell


Mid. to provide oneself with besides, Xen.