ὑβρίς

From LSJ
Revision as of 13:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑβρίς Medium diacritics: ὑβρίς Low diacritics: υβρίς Capitals: ΥΒΡΙΣ
Transliteration A: hybrís Transliteration B: hybris Transliteration C: yvris Beta Code: u(bri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, a night bird of prey, perh. A the great eagle owl, Strix bubo, Arist.HA615b10.

German (Pape)

[Seite 1169] ίδος, ἡ, ein nächtlicher Raubvogel, Arist. H. A. 9, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ὑβρίς: -ίδος, ἡ, νυκτερινὸν σαρκοβόρον πτηνόν, ἴσως ὁ ὦτος, κοινῶς «μποῦφος», Strix bubo, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 5.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 sorte d’oiseau aquatique, appelé aussi πτύγξ;
2 rapace nocturne, le grand-duc.
Étymologie: DELG ὕβρις.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
νυκτερινό σαρκοφάγο όρνεο, πιθανώς ο βύας ο μέγας, κν. γνωστός σήμερα ως μπούφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕβρις, με καταβιβασμό του τόνου, πιθ. κατά το ἀηδον-ίς].

Russian (Dvoretsky)

ὑβρίς: ίδος ἡ гибрида (ночная хищная птица) Arst.