ἡμερόδρυς
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ῠος, ἡ, A nut-gall oak, Quercus infectoria, Id.
German (Pape)
[Seite 1166] υος, ἡ, zahme Eiche, Hesych. S. ἡμερίς.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμερόδρῡς: -ῠος, ἡ, δρῦς φέρουσα ἐδωδίμους βαλάνους, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡμερόδρυς, -υος, ἡ (Α)
ήμερη βαλανιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + δρυς].