ἰσχναντικός
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ή, όν, fit for reducing, Arist.Pr.885a28, Dsc.1.24.
German (Pape)
[Seite 1272] trocknend, abmagernd, Arist. probl. 5, 40.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχναντικός: -ή, -όν, ἁρμόδιος πρὸς ἴχνανσιν, Ἀριστ. πρβλ. 5. 40, 4.
Greek Monolingual
ἰσχναντικός, -ή, -όν (Α) ισχναίνω
αυτός που επιφέρει ίσχνανση.
Russian (Dvoretsky)
ἰσχναντικός: делающий худым, т. е. изнурительный (οἱ ἀνάντεις τῶν κατάντων ἰσχναντικώτεροι περίπατοι Arst.).