ἱπποβοσκός

From LSJ
Revision as of 16:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποβοσκός Medium diacritics: ἱπποβοσκός Low diacritics: ιπποβοσκός Capitals: ΙΠΠΟΒΟΣΚΟΣ
Transliteration A: hippoboskós Transliteration B: hippoboskos Transliteration C: ippovoskos Beta Code: i(ppobosko/s

English (LSJ)

όν, (βόσκω) A feeding horses, Ael.NA6.10, Suid., Gloss.

German (Pape)

[Seite 1259] Rosse weidend, Ael. H. A. 6, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποβοσκός: -όν, (βόσκω) ὁ βόσκων ἵππους, Αἰλ. π. Ζ. 6. 10, Σουΐδ. ἐν λέξει βοτά.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui élève des chevaux.
Étymologie: ἵππος, βόσκω.

Greek Monolingual

ο
γένος δίπτερων εντόμων της οικογένειας ιπποβοσκίδες, που είναι εξωπαράσιτα και απομυζούν το αίμα θηλαστικών και πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hippobosca < hippo- (πρβλ. ίππος) + -bosca (πρβλ. -βοσκός (< βόσκω)].

Greek Monolingual

ἱπποβοσκός, -όν (Α)
αυτός που βόσκει ίππους, που ταΐζει άλογα.