ὀμματουργός
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
όν, A = ὀμματοποιός, Iamb.Protr.21.γ.
German (Pape)
[Seite 332] = ὀμματοποιός, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμμᾰτουργός: -όν, (*ἔργω) ὀμματοποιός, Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 328 Kiessl.
Greek Monolingual
ὀμματουργός, -όν (Α)
ομματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, -ατος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρ-ουργός].