ὀρθόστατος

From LSJ
Revision as of 12:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόστᾰτος Medium diacritics: ὀρθόστατος Low diacritics: ορθόστατος Capitals: ΟΡΘΟΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: orthóstatos Transliteration B: orthostatos Transliteration C: orthostatos Beta Code: o)rqo/statos

English (LSJ)

ον, A upstanding, upright, κλίμακες E.Supp.497 codd.; but v. foreg.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόστᾰτος: -ον, ὁ ὄρθιος ἱστάμενος, ὄρθιος, κλίμακες Εὐρ. Ἱκέτ. 497.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se tient droit, debout.
Étymologie: ὀρθός, ἵστημι.

Greek Monolingual

ὀρθόστατος, -ον (Α)
αυτός που στέκεται όρθιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -στατος (< θ. στα- του ἵστημι), πρβλ. νεό-στατος].

Greek Monotonic

ὀρθόστᾰτος: -ον (στῆναι), αυτός που στέκεται ορθός, όρθιος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθόστᾰτος: прямо поставленный, приставленный (к городской стене) (κλίμακες Eur.).

Middle Liddell

ὀρθό-στᾰτος, ον, στῆναι
upstanding, upright, Eur.