ὀφιοῦχος

From LSJ
Revision as of 10:50, 2 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(ἔχω)" to "(ἔχω)")

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφῐοῦχος Medium diacritics: ὀφιοῦχος Low diacritics: οφιούχος Capitals: ΟΦΙΟΥΧΟΣ
Transliteration A: ophioûchos Transliteration B: ophiouchos Transliteration C: ofioychos Beta Code: o)fiou=xos

English (LSJ)

ὁ, (ἔχω) the constellation A Ophiuchus, Serpentarius, or Anguitenens, Arat.76, Eudox. ap. Hipparch.1.2.7, Ptol.Tetr.26, etc.: —Adj. ὀφῐούχεος, ον, Arat.75,521. II a δαίμων who interferes with alchemists, Olymp.Alch.p.86 B.

German (Pape)

[Seite 426] Schlangen haltend, bes. ὁ Ὀ., ein Sternbild, der Schlangenhalter, Arat. 75 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφιοῦχος: ὁ (ἔχω), ὁ ἔχων, κρατῶν ὄφιν, ὄνομα ἀστερισμοῦ, Ophiuchus, Serpentarius, ἢ Anguitenens, Ἄρατ. 76, κτλ.· - ἐπίθ. ὀφιούχεος, α, ον, ὁ αὐτ. 75, 521.

Greek Monolingual

ο (Α ὀφιοῡχος)
ως κύριο όν. ο Οφιούχος
ευμεγέθης αστερισμός που εκτείνεται στα δύο σημεία του ουράνιου ισημερινού
αρχ.
αυτός που κρατά φίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + -οῦχος (< ἔχω)].