Ὀλύμπιος

Revision as of 13:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

English (LSJ)

ον, A Olympian, of Olympus, dwelling on Olympus, epith. of the gods above, Il.1.399, 20.47 ; οἱ Ὀ. Men.Sam.187 ; esp. of Zeus, who is called simply Ὀλύμπιος in Il.18.79, 22.130, al., Hes.Op.474, etc. ; so Ζεὺς πατὴρ Ὀ. S.Tr.275 : in Prose, ὁ Ζεὺς ὁ Ὀ. Th.2.15, IG 12.39.35, 22.112.7 ; μὰ τὸν Δία τὸν Ὀ. Ar.Nu.817 ; Ζεὺς ὁ Ὀ. Th.3.14 ; ὁ Ὀ. Ζεύς Pl.R.583b ; τοι Δι Ὀλυνπιοι SIG9.6 (Elis, vi B. C.) ; Ὀ. ἀστήρ Opp.H.4.315 ; ἕδρη IG9(1).882.1 (Corc.) : applied by Com. to Pericles, Ar.Ach.530, cf. Cratin.71, Telecl.17 ; also Ὀ. δώματα the mansions of Olympus, Il.1.18, al., Hes.Th.75.

Greek (Liddell-Scott)

Ὀλύμπιος: -ον, ὁ τοῦ Ὀλύμπου, ὁ ἐν Ὀλύμπῳ οἰκῶν, παρ’ Ὁμ., Ἡσ. καὶ Ἀττ. ποιηταῖς ὡς ἐπίθ. τῶν οὐρανίων θεῶν, μάλιστα τοῦ Διὸς ὅστις καλεῖται καὶ ἁπλῶς Ὀλύμπιος ἐν Ἰλ. Τ. 108, Ὀδ. Α. 60, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 476, κτλ.· οὕτω, Ζεὺς πατὴρ Ὀλ. Σοφ. Τρ. 275· ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ὁ Ζεὺς ὁ Ὀλ. Θουκ. 2. 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 99· μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 817· Ζεὺς ὁ Ὀλ. Θουκ. 3. 14· ὁ Ὀλ. Ζεὺς Συλλ. Ἐπιγρ. 11· οἱ κωμικοὶ ποιηταὶ ἐκάλουν οὕτω τὸν Περικλέα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 530, πρβλ. Κρατῖν. ἐν «Θρᾴτταις» 1, Τηλεκλείδης ἐν «Ἡσιόδοις» 4· ― Ὀλ. δώματα, τὰ ἐν Ὀλύμπῳ δώματα τῶν θεῶν, Ὅμ., Ἡσ.· ― Ὀλ. ἀστὴρ Ὀππ. Ἁλ. 4. 315· ἕδρη Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 261. 1.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
de l’Olympe, Olympien ou d’Olympie, Olympique ; ὁ Ὁλύμπιος l’Olympien, càd Zeus.
Étymologie: Ὄλυμπος.

English (Autenrieth)

Olympian, dwelling on Olympus, epith. of the gods and their homes, and as subst.=Zeus, the Olympian.

English (Slater)

Ὀλύμπιος (-ιος, -ίοιο, -ίου, -ίῳ, -ιον; -ιοι, -ίων, -ίοισι, -ιοι.)
   a of Olympos
   I epith. of Zeus. Ὀλύμπιος ἁγεμὼν (O. 9.57) αἰέναον σέβοντι πατρὸς Ὀλυμπίοιο τιμάν (O. 14.12) πρὸς Ὀλυμπίου Διός (Pae. 6.1)
   b pl., Olympian gods ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα (O. 2.25) ἰὴ ἰὲ βασίλειαν Ὀλυμπίων νύμφαν ἀριστό- ποσιν Πα. 21. 3, 11, 1, 2. δεῦτ' ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι, ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν, θεοί fr. 75. 1. ὦ μάκαρ, ὅν τε μεγάλας θεοῦ κύνα παντοδαπὸν καλέοισιν Ὀλύμπιοι fr. 96. 3.
   b
   I of (Zeus of) Olympia βῶμον παρ' Ὀλύμπιον (O. 10.101)
   II epith. of Zeus of Olympia. τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος (I. 2.27) εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς (I. 6.8)
   c Olympian, of games held either in Athens or Cyrene. ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις (cf. Deubner, Att. Feste, 177) (P. 9.101)

Greek Monotonic

Ὀλύμπιος: -ον, ο Ολύμπιος, αυτός που ανήκει στον Όλυμπο, ο κάτοικος του Ολύμπου, σε Όμηρ. κ.λπ.· ο Δίας ονομάζεται απλώς Ὀλύμπιος, στον Όμηρ.· Ζεὺς πατὴρ Ὀλύμπιος, σε Σοφ.· ὁ ΖεὺςὈλύμπιος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

Ὀλύμπιος: II ὁ олимпиец, т. е. (преимущ.) Зевс.
олимпийский (Ζεὺς πατήρ Soph.; δώματα Hom.; γῆ Plut.; μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον! Arph.).

Middle Liddell

Ὀλύμπιος, ον,
Olympian, of Olympus, dwelling on Olympus, Hom., etc.; Zeus is called simple Ὀλύμπιος in Hom.; Ζεὺς πατὴρ Ὀλ. Soph.; ὁ Ζεὺς ὁ Ὀλ. Thuc.

English (Woodhouse)

Olympian