ὑπερτερέω
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
A surpass, ὁ θεὸς δυνάμει πάντων ὑ. Them.Or.13.170a; εἴς τι Sch.Luc.Pro Merc.Cond.12. 2 Astrol., = καθυπερτερέω, Cat.Cod.Astr.2.171.
German (Pape)
[Seite 1202] darüber sein, ein ὑπέρτερος, höher, besser sein, übertreffen, = ἐπικρατέω, S. Emp. adv. phys. 2, 82.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερτερέω: ὡς καὶ νῦν, εἶμαι ὑπέρτερος, ὅσον βασιλεὺς ἰδιώτου εἰς τὴν τύχην ὑπερτερεῖ Θεμίστ. 170Α· εἴς τι Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀπολογ. Ὑπὲρ τῶν ἐπὶ μισθ. συνόντ. 12· - ὡσαύτως, -εύω, Ἰω. Καμενιάτου Ἅλωσις Θεσσαλονίκης τ. 324Α.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερτερέω: превосходить: ὑ. τινος Sext. брать верх над кем(чем)-л.