ὑπερκατάληκτος

From LSJ
Revision as of 11:06, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερκατάληκτος Medium diacritics: ὑπερκατάληκτος Low diacritics: υπερκατάληκτος Capitals: ΥΠΕΡΚΑΤΑΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: hyperkatálēktos Transliteration B: hyperkatalēktos Transliteration C: yperkataliktos Beta Code: u(perkata/lhktos

English (LSJ)

ον, hypercatalectic, Heph.4.4, Aristid.Quint.1.23.

German (Pape)

[Seite 1197] s. καταληκτικός, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερκατάληκτος: -ον, ἴδε καταληκτικός.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπερκατάληκτος, -ον, ΝΑ
(μετρ.) (για στίχο) αυτός που στο τελευταίο μέτρο έχει μία ή δύο συλλαβές περισσότερες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + καταλήγω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερκατάληκτος: стих. содержащий лишнее количество слогов (ῥυθμός).