ῥυμοτομέω

From LSJ
Revision as of 11:12, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → it's better to keep silence than to speak without reason (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῡμοτομέω Medium diacritics: ῥυμοτομέω Low diacritics: ρυμοτομέω Capitals: ΡΥΜΟΤΟΜΕΩ
Transliteration A: rhymotoméō Transliteration B: rhymotomeō Transliteration C: rymotomeo Beta Code: r(umotome/w

English (LSJ)

πόλιν, (ῥύμη ΙΙ) divide a town by streets, D.S.17.52, J.BJ 3.5.2:—Pass., πόλις κακῶς, καινῶς, ἐρρυμοτομημένη Dicaearch. 1.1,12; τετράπυλος ἐρρυμοτομημένος πρὸς ὀρθὰς γωνίας Str.12.4.7, cf. Cleom.2.1.

German (Pape)

[Seite 851] πόλιν, die Stadt in Straßen, Viertel zerschneiden, eintheilen, D. Sic. 17, 52.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡμοτομέω: πόλιν, διαιρῶ πόλιν εἰς ὁδοὺς ἢ συνοικίας, διαμετρήσας τὸν τόπον καὶ ῥυμοτομήσας φιλοτέχνως Διόδ. 17. 52· ῥυμοτομήσας δὲ εὐδιαθέτως εἴσω τὸ στρατόπεδον Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 5, 2· - Παθ., ἐρρυμοτομημένος πρὸς ὀρθὰς γωνίας Στράβ. 565. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥυμοτομεῖται· εἰς ὀρθὸν κόπτεται.».

Russian (Dvoretsky)

ῥῡμοτομέω: ῥύμη 5] разделять (город) на кварталы или улицы, планировать Diod.