κυητήριος

From LSJ
Revision as of 07:30, 29 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυητήριος Medium diacritics: κυητήριος Low diacritics: κυητήριος Capitals: ΚΥΗΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: kyētḗrios Transliteration B: kyētērios Transliteration C: kyitirios Beta Code: kuhth/rios

English (LSJ)

α, ον, A aiding conception, πρόσθετον κ. Hp.Nat.Mul.109: as substantive κυητήριον, τό, Id.Mul.1.75, al.

German (Pape)

[Seite 1525] zum Empfangen gehörig, es befördernd, φάρμακον, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

κυητήριος: -α, -ον, βοηθῶν, συντελῶν εἰς σύλληψιν, πρόσθετον κ. Ἱππ. 586. 47· ὡς οὐσιαστ., κυητήριον, τό, ὁ αὐτ. 621. 15, κτλ.

Greek Monolingual

κυητήριος, -ία, -ον (Α) κυώ
αυτός που συντελεί στη σύλληψη.