κυητήριος
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
α, ον, A aiding conception, πρόσθετον κ. Hp.Nat.Mul.109: as substantive κυητήριον, τό, Id.Mul.1.75, al.
German (Pape)
[Seite 1525] zum Empfangen gehörig, es befördernd, φάρμακον, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
κυητήριος: -α, -ον, βοηθῶν, συντελῶν εἰς σύλληψιν, πρόσθετον κ. Ἱππ. 586. 47· ὡς οὐσιαστ., κυητήριον, τό, ὁ αὐτ. 621. 15, κτλ.