σύνθωκος
From LSJ
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
English (LSJ)
σύνθωκον,
A = σύνθακος, Jul. Or.5.166b.
II Subst. σύνθωκος, ὁ, public seat, Sophr.153.
German (Pape)
[Seite 1025] = σύνθακος, Oenom. Euseb.
Greek (Liddell-Scott)
σύνθωκος: -ον, = σύνθακος, Οἰνόμαος ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 223C. ΙΙ. κάθισμα, ἕδρα, «θῶκοι καὶ ὡς Σώφρων φησὶ σύνθωκοι» Πολυδ. Θ΄, 46.
Greek Monolingual
και σύνθακος, -ον, ΜΑ
1. παρακαθήμενος, συγκάθεδρος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σύνθωκος
το κάθισμα, η έδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θῶκος / θᾶκος «έδρα, κάθισμα»].