ποτεῖδον
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
ποτιδών, Dor. for προσεῖδον, προσιδών.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτεῖδον Dor. voor προσεῖδον.
Russian (Dvoretsky)
ποτεῖδον: дор. aor. 2 к προσοράω.
Greek (Liddell-Scott)
ποτεῖδον: ποτιδών, Δωρ. ἀντὶ προσεῖδον, προσιδών, Θεόκρ.
Greek Monotonic
ποτεῖδον: ποτιδών, Δωρ. αντί προσεῖδον, προσιδών.