ξυστάρχης
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ου, ὁ, (ξυστός) A president of an athletic association, ὃν βασιλῆς… στῆσαν ἀεθλοθέτην ξυστάρχην IG 3.1171, cf. POxy.1050.7 (ii/iii A. D.), Sammelb.5725, etc.; διὰ βίου ξ. IGRom.4.1215 (Smyrna), IG14.1102, al.
German (Pape)
[Seite 283] ὁ, Vorsteher eines ξυστός, Ringeplatzes, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
ξυστάρχης: -ου, ὁ, (ξυστὸς) ὁ ἄρχων ξυστοῦ, παλαίστρας ἢ γυμναστηρίου, παραπλήσιον τῷ γυμνασιάρχης, Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 1., 1428, 2583, κ. ἀλλ.· - ξυσταρχέω, εἶμαι ξυστάρχης, 2995· ξυσταρχία, 3206Β.
Greek Monolingual
ξυστάρχης, ὁ (Α)
επιστάτης ξυστού, δηλαδή παλαίστρας ή γυμναστηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστός «γυμναστήριο» + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. τελετ-άρχης].