παρίσωμα

From LSJ
Revision as of 15:08, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρῐσωμα Medium diacritics: παρίσωμα Low diacritics: παρίσωμα Capitals: ΠΑΡΙΣΩΜΑ
Transliteration A: parísōma Transliteration B: parisōma Transliteration C: parisoma Beta Code: pari/swma

English (LSJ)

ατος, τό, = παρίσωσις (even balancing of the clauses, assonance, equalization), Cratin.Jun. 7.4.

German (Pape)

[Seite 524] τό, Aehnlichkeit, Gleichheit, bes. der Wortstellung, oder der Glieder eines Redesatzes, gleiche Endung der Kola, Cratin. iun. bei D. L. 8, 37.

Russian (Dvoretsky)

πᾰρίσωμα: ατος τό Diog. L. = παρίσωσις.

Greek (Liddell-Scott)

παρίσωμα: τό, = τῷ ἑπομ., Κρατῖνος Νεώτ. ἐν «Ταραντίνοις» 1˙ πρβλ. πάρισος ΙΙ.

Greek Monolingual

το Α παρισώ
η παρίσωσις, η ισότητα, η ομοιότητα και ιδίως κατά την κατάταξη τών λέξεων ή τών περιόδων του λόγου, το ομοιοτέλευτο τών περιόδων, η ομοιοκαταληξία.