νουθετησμός
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ὁ, = νουθέτησις (admonition, warning), Men. 1042, censured by Poll. 9.139 and Phot. (-ισμός in both Gramm.).
Greek Monolingual
νουθετησμός, ὁ (Μ)
νουθέτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νουθετῶ, αντί νουθέτηση, κατά τα παρ. σε -ισμός από ρ. σε -ίζω].
Russian (Dvoretsky)
νουθετησμός: ὁ Men. = νουθέτησις.
German (Pape)
ὁ, Conj. für νουθετισμός.