κλῄω
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
old Attic for κλείω¹.
German (Pape)
[Seite 1452] zsgzgn aus κληΐω, = κλείω, s. oben.
French (Bailly abrégé)
v. κλείω.
Greek (Liddell-Scott)
κλῄω: ἀρχ. Ἀττ. ἀντὶ κλείω (Α).
Greek Monotonic
κλῄω: παλ. Αττ. αντί κλείω (Α).
Russian (Dvoretsky)
κλῄω: староатт. = κλείω I.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλῄω oud- Att. zie κλείω.