ἀρηϊκτάμενος
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
η, ον, (< κτείνω) slain by Ares, Il. 22.72.
German (Pape)
[Seite 349] vom Ares getödtet, Il. 22, 72, wo die erste Sylbe lang ist.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tué par Arès.
Étymologie: Ἄρης, κτείνω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
muerto en el combate, Il.22.72.
Greek Monolingual
ἀρηϊκτάμενος, -η, -ον (Α)
αυτός που φονεύθηκε από τον Άρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρήϊος + κτείνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀρηϊκτάμενος: (ᾱρ) павший в бою Hom.