Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
Full diacritics: μυλλάω | Medium diacritics: μυλλάω | Low diacritics: μυλλάω | Capitals: ΜΥΛΛΑΩ |
Transliteration A: mylláō | Transliteration B: myllaō | Transliteration C: myllao | Beta Code: mulla/w |
v. μυλλαίνω, in pf. μεμύλληκε, Hsch.
μυλλῶ, μυλλάω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μεμύλληκε
διέστραπται, συνέστραπται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλλον «χείλος» (πρβλ. μυλλός [Ι])].
μυλλάω: «μεμύλληκε· διέστραπται, συνέστραπται» Ἡσύχ.
c. μυλλαίνω.