κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
Full diacritics: θηλύνους | Medium diacritics: θηλύνους | Low diacritics: θηλύνους | Capitals: ΘΗΛΥΝΟΥΣ |
Transliteration A: thēlýnous | Transliteration B: thēlynous | Transliteration C: thilynous | Beta Code: qhlu/nous |
-ουν, contr. for θηλύνοος.
ους, ουν :
att. c. θηλύνοος.
θηλύνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει γυναικεία μυαλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -νους (< νους), πρβλ. βραδύ-νονς, σύν-νους].
(see also: θηλύνοος) effeminate, womanish