συγκατακάω
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
Attic for συγκατακαίω.
French (Bailly abrégé)
att. c. συγκατακαίω.
Russian (Dvoretsky)
συγκατακάω: атт. = συγκατακαίω.
German (Pape)
att. = συγκατακαίω.