συστάς

From LSJ
Revision as of 09:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστάς Medium diacritics: συστάς Low diacritics: συστάς Capitals: ΣΥΣΤΑΣ
Transliteration A: systás Transliteration B: systas Transliteration C: systas Beta Code: susta/s

English (LSJ)

άδος [ᾰ], ἡ, A standing together, τῶν ἀμπέλων συστάδες vines planted closely (not in exact rows, στοιχάδες), Arist.Pol.1330b29; = εἰκῇ πεφυτευμένη, Hsch. s.v. ξυστάδες, cf. eund. s.v. παστάδες, Eust.1524.33; ξυστὰς ἡ ἀμπελόφυτος γῆ Poll.7.146. 2 συστάδες θαλάσσης, ὀμβρίων ὑδάτων, cisterns, reservoirs, Str.16.4.13,14.

German (Pape)

[Seite 1044] άδος, ἡ, dicht zusammenstehend; συστάδες ἀμπέλων, in Vierecken gepflanzte Weinstöcke, vites compluviatae, Schneider Arist. pol. 7, 11; nach Andern solche, die in sich durchkreuzenden Reihen, in quincuncem gepflanzt sind; vgl. Poll. 6, 159; – συστάδες θαλάσσης, ὀμβρίων, Pfützen vom zusammengelaufenen, stehenden Meer- oder Regenwasser, Strab. XVI p. 773.

French (Bailly abrégé)

ᾶσα, άν;
part. ao.2 de συνίστημι.

Greek (Liddell-Scott)

συστάς: άδος [ᾰ], ἡ, ἡ ὁμοῦ ἱσταμένη, αἱ συστάδες τῶν ἀμπέλων, ἄμπελοι πεφυτευμέναι πλησίον ἀλλήλων (οὐχὶ εἰς σειράς, στοιχάδες), Ἀριστ. Πολιτ. 7. 11, 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ξυστάδες· αἱ πυκναὶ ἄμπελοι. ἄμεινον δὲ τὰς εἰκῇ καὶ μὴ κατὰ στοῖχον πεφυτευμένας ἀκούειν», Πολυδ. Ζ΄, 146, Εὐστ. 1524. 33. 3) συστάδες θαλάσσης, ὀμβρίων ὑδάτων, δεξαμεναί, Στράβ. 773.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, ΜΑ
βλ. συστάδα.

Greek Monotonic

συστάς: -άδος[ᾰ], ἡ (συστῆναι), αυτή που στέκεται μαζί, δίπλα-δίπλα σε κάτι άλλο, αυτή που έχει φυτευθεί δίπλα-δίπλα σε άλλο όμοιο φυτό, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

συστάς: άδος (ᾰδ) ἡ группа или шпалера (τῶν ἀμπέλων Arst.).
ᾶσα, άν part. aor. 2 к συνίστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συστάς -άδος f. [συνίστημι] dicht bijeen staand; subst.. ἃς καλοῦσιν τῶν ἀμπέλων συστάδας die wijnstokken die ze ‘de dicht bij elkaar geplante’ noemen Aristot. Pol. 1330b29.

Middle Liddell

[συστῆναι]
standing together, planted closely, Arist.