πολύφερνος

From LSJ
Revision as of 11:25, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφερνος Medium diacritics: πολύφερνος Low diacritics: πολύφερνος Capitals: ΠΟΛΥΦΕΡΝΟΣ
Transliteration A: polýphernos Transliteration B: polyphernos Transliteration C: polyfernos Beta Code: polu/fernos

English (LSJ)

ον, πολύφερνη (φερνή) richly endowered, richly dowered, richly endowed, eligible, much coveted, much-sought-after, much sought-after, with rich dowry: πολύεδνος, Hsch. s.v. πολύδωρος.

German (Pape)

[Seite 676] = πολύεδνος, Hesych. v. ἄεδνος.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφερνος: -ον, (φερνὴ) = πολύεδνος, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἄεδνον

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύφερνος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
(για γυναίκα) αυτή που έχει μεγάλη προίκα («πολύφερνη νύφη»)
αρχ.
(για γυναίκα) αυτή που έλαβε πολλά γαμήλια δώρα, πολύεδνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φερνος (< φερνή «προίκα»), πρβλ. άφερνος].