κλιμάκιον
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
τό, Dim. of κλῖμαξ, Ar.Pax 69, Hp.Art.6, Demioprat. ap. Poll.10.171, Aristopho 4; A κ. ξύλινον περίχρυσον ὄφεσιν ἀργυροῖς διεζωμένον IG11(2).161 B35 (Delos, iii B.C.), cf. PLond.3.1164 (h) 9 (iii A.D.). 2 = κλιμακτήρ 1, Heliod. ap.Orib.48.60.1. 3 bier, Hsch. s.v. κλιματοφόρος. 4 = κλιμακίς 4, Hp.Art.6 (as τινὲς ap.Apollon.Cit.1).
German (Pape)
[Seite 1453] τό, dim. von κλῖμαξ, kleine Treppe, Leiter; λεπτὰ κλιμάκια ποιούμενος πρὸς ταῦτ' ἀνεῤῥιχᾶτ' ἂν ἐς τὸν οὐρανόν Ar. Pax 69; ἀναβῆναί τι πρὸς κλιμάκιον Aristophon bei Ath. VI, 238 c; Plut. ad princ. inerud. 4 u. A. – Nach Galen. bei Hippocr. τὸ πλάγιον ἐν τοῖς κλίμαξι ξύλον, Leitersprosse, u. ein chirurgisches Instrument.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite échelle.
Étymologie: κλῖμαξ.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑμάκιον: ᾰ, τό, ὑποκορ. τοῦ κλῖμαξ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 69, Ἀριστοφῶν ἐν «Ἰατρῷ» 1. 6. 2) ἴδε ἐν λέξ. κλῖμαξ ΙΙ. 2.
Greek Monotonic
κλῑμάκιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του κλῖμαξ, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κλῑμάκιον: τό (ᾰ) лесенка Arph., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλιμάκιον -ου, τό, demin. van κλῖμαξ, laddertje.
Middle Liddell
κλῑμᾰ́κιον, ου, τό, [Dim. of κλῖμαξ, Ar.]