πωλομάχος

From LSJ
Revision as of 13:43, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωλομάχος Medium diacritics: πωλομάχος Low diacritics: πωλομάχος Capitals: ΠΩΛΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: pōlomáchos Transliteration B: pōlomachos Transliteration C: polomachos Beta Code: pwloma/xos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A won in the chariot-race (cf. πωλικός 1), νίκη AP15.50.

German (Pape)

[Seite 827] zu Roß oder zu Wagen kämpfend, νίκη, Ep. ad. (XV, 50).

Greek (Liddell-Scott)

πωλομάχος: [ᾰ], -ον, ὁ ἀπὸ πώλου ἢ ἅρματος μαχόμενος, Νίκη Ἀνθ. Π. 15. 50.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui combat d’un char attelé de jeunes chevaux ; LSJ qui combat à cheval.
Étymologie: πῶλος, μάχομαι.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μάχεται πάνω σε πώλο ή σε άλογο ή σε άρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ίππο-μάχος].

Greek Monotonic

πωλομάχος: [ᾰ], -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται από άλογο ή από άρμα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πωλομάχος: сражающийся с коня или с колесницы (Νίκη Anth.).

Middle Liddell

πωλο-μᾰ́χος, ον, μάχομαι
fighting on horseback or in a chariot, Anth.