λευκίτης

From LSJ
Revision as of 13:45, 9 February 2021 by Spiros (talk | contribs)

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκῑ́της Medium diacritics: λευκίτης Low diacritics: λευκίτης Capitals: ΛΕΥΚΙΤΗΣ
Transliteration A: leukítēs Transliteration B: leukitēs Transliteration C: lefkitis Beta Code: leuki/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, Dor. λευκάς, ὁ, A = λευκός 11, of a ram, Theoc.5.147.

German (Pape)

[Seite 33] ὁ, = λευκός, Theocr. 5, 147.

Greek (Liddell-Scott)

λευκίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = λευκός, Θεόκρ. 5. 147.

Greek Monolingual

ο (Α λευκίτης, δωρ. τ. λευκίτας) λευκός
νεοελλ.
(ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό του καλίου το οποίο είναι ένα από τα σημαντικότερα ορυκτά τών αστριοειδών
αρχ.
(για κριάρι) λευκός.

Greek Monotonic

λευκίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = λευκός, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

λευκῑ́της, ου, ὁ, = λευκός, Theocr.]