δίνευμα

From LSJ
Revision as of 09:40, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῑ́νευμα Medium diacritics: δίνευμα Low diacritics: δίνευμα Capitals: ΔΙΝΕΥΜΑ
Transliteration A: díneuma Transliteration B: dineuma Transliteration C: dinevma Beta Code: di/neuma

English (LSJ)

[ῑ], τό, A whirling round, esp. in dancing, prob. in Ar.Th. 122; wheeling, of a horse, X.Eq.3.11; rotation, ῥόμβου Orph.H.8.7 (pl.).

German (Pape)

[Seite 631] τό, kreisförmige Umdrehung; Χαρίτων, vom Tanz, Ar. Th. 122; Xen. de re equ. 3, 11 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δίνευμα: [ῑ], τό, το δινεῖσθαι, περιδινεῖσθαι, κυκλικὴ κίνησις, περιστροφή, ἰδίως κατὰ τὴν ὄρχησιν, δινεύματα χαρίτων Ἀριστοφ. Θεσμ. 122, Ξεν. Ἱππ. 3, 11.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mouvement circulaire ; danse circulaire, ronde.
Étymologie: δινεύω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [-ῑ-]
astr. rotación, movimiento giratorio de los astros, Epicur.Fr.[26.38] 10, del sol ῥόμβου ἀπειρεσίου δινεύμασιν οἶμον ἐλαύνων Orph.H.8.7, de los rayos de Zeus βέλος ἁγνὸν ῥοίζου ἀπειρεσίου δινεύμασι sagrado proyectil con giros de inmenso estrépito Orph.H.19.10.

Greek Monolingual

δίνευμα, το (Α) δινεύω
1. (για χορό) κυκλική, περιστροφική κίνηση
2. (για ιππέα) ελιγμός
3. (για ρόμβο) περιστροφή.

Greek Monotonic

δίνευμα: [ῑ], τό, περιδίνηση, περιστροφή, στροβιλισμός, λέγεται για τον χορό, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δίνευμα: ατος (ῑ) τό круговое движение, кружение Arph., Xen.

Middle Liddell

δῑ́νευμα, ατος, τό, n
a whirling round, in dancing, Xen. [from δινεύω