πέπειρα
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
English (LSJ)
ἡ, rare fem. of πέπων (formed on analogy of πίειρα, fem. of πίων), used of women, A mellow, ripe, ἐν ταῖς πεπείραις (v.l. -οις) Ar. Ec.896 ; over-ripe, passée, π. γίνομαι Anacr.87 ; πέπειρα· γραῖα, Hsch. 2 of things, soft, pulpy, τὴν σάρκα πέπειραν ποιεῖ Hp.VC 11 (v.l. - ον) : metaph., ὀργὴ π. S.Tr.728.
French (Bailly abrégé)
v. πέπειρος.
Greek Monolingual
Α
(σπάν. θηλ. του πέπων)
1. (για γυναίκα) ώριμη, ηλικιωμένη
2. (για πράγματα) μαλακή («τὴν σάρκα πέπειραν ποιεῖ», Ιπποκρ.)
3. μτφ. (για ψυχική κατάσταση) κατευνασμένη («ἀμφὶ τοῖς σφαλεῑσι μὴ ἐξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέπων, κατά το σχήμα πίων: πίειρα].
Russian (Dvoretsky)
πέπειρα: Soph., Plut. f к πέπειρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέπειρα f. van 1. πέπων.