υβριστικός

From LSJ
Revision as of 06:30, 2 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " δεῑ " to " δεῖ ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑβριστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑβρίζω
(για λόγια ή πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύβρι, αυτός που αποτελεί ύβρι, προσβλητικός (α. «υβριστική συμπεριφορά» β. «ὑβριστικὴν καὶ βάρβαρον ἐπιστολήν», Αισχίν.
γ. «ὑβριστικὴ διήγησις», Δίον. Αλ.)
αρχ.
1. (για πρόσ.) θρασύς, αυθάδης ή βίαιος
2. (για φυτά και κυρίως για την άμπελο) αυτός που παρουσιάζει οργιώδη ανάπτυξη («καὶ ὅσα τῶν γενῶν ὑβριστικά, τοῦ ἧρος δεῖ τμηθῆναι», Θεόφρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑβριστικόν
αυθάδεια, αναίδεια
4. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Ὑβριστικά
γιορτή τών Αργείων σε ανάμνηση της Τηλεσίλλης, γιορτή κατά την οποία άνδρες και γυναίκες αντήλλασσαν αμοιβαία τα ενδύματά τους
5. φρ. «ὑβριστικὰ ἀδικήματα» — αδικήματα που πηγάζουν από υπέρμετρη θρασύτητα και αυθάδεια και τα οποία αποτελούν προσβολή για τον αποδέκτη τους (Αριστοτ.).
επίρρ...
υβριστικώς / ὑβριστικῶς ΝΜΑ, και υβριστικά Ν
με υβριστικό, με προσβλητικό τρόπο
αρχ.
με αναίδεια, με αυθάδεια.