χαυνώνω
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
Greek Monolingual
χαυνῶ, -όω, ΝΜΑ χαῡνος
νεοελλ.
(μτβ.) επιφέρω χαύνωση, προξενώ πνευματική ή σωματική νωθρότητα («η τηλεόραση τον χαυνώνει»)
μσν.
1. μτφ. εξασθενίζω κάτι («εἰρήνη χαυνοῑ τὴν πολιτείαν», Ιω. Λυδ.)
2. παθ. χαυνοῦμαι, -όομαι
γίνομαι μαλακός («ἡ γῆ χαυνοῡται εἰς ῥαγάδας», Γεωπ.)
μσν.-αρχ.
παθ. γίνομαι πλαδαρός («χαυνοῦσθαι ὑπὸ τοῦ νότου τὰ σώματα ταῑς κυούσαις», Αιλ.)
αρχ.
1. (σχετικά με ενέργεια) χαλαρώνω
2. μτφ. κάνω κάποιον αλαζόνα
3. παθ. (για φλόγωση) παρέρχομαι, θεραπεύομαι.