χαυνώνω

From LSJ
Revision as of 09:00, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source

Greek Monolingual

χαυνῶ, -όω, ΝΜΑ χαῡνος
νεοελλ.
(μτβ.) επιφέρω χαύνωση, προξενώ πνευματική ή σωματική νωθρότητα («η τηλεόραση τον χαυνώνει»)
μσν.
1. μτφ. εξασθενίζω κάτιεἰρήνη χαυνοῑ τὴν πολιτείαν», Ιω. Λυδ.)
2. παθ. χαυνοῦμαι, -όομαι
γίνομαι μαλακός («ἡ γῆ χαυνοῦται εἰς ῥαγάδας», Γεωπ.)
μσν.-αρχ.
παθ. γίνομαι πλαδαρός («χαυνοῦσθαι ὑπὸ τοῦ νότου τὰ σώματα ταῖς κυούσαις», Αιλ.)
αρχ.
1. (σχετικά με ενέργεια) χαλαρώνω
2. μτφ. κάνω κάποιον αλαζόνα
3. παθ. (για φλόγωση) παρέρχομαι, θεραπεύομαι.